- τιαροφόρος
- τιαρο-φόρος, eine Tiara tragend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τιαροφόρος — ον, ΜΑ βλ. τιαραφόρος … Dictionary of Greek
τιαραφόρος — και τιαρηφόρος και τιαροφόρος, ον, ΜΑ αυτός που φορεί τιάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιάρα + φόρος* (< φέρω)] … Dictionary of Greek
τιαροφορώ — έω, Α [τιαροφόρος] φορώ τιάρα … Dictionary of Greek